- ἀποκτείνηι
- ἀποκτείνῃ , ἀποκτείνωkillaor subj mid 2nd sgἀποκτείνῃ , ἀποκτείνωkillaor subj act 3rd sgἀποκτείνῃ , ἀποκτείνωkillpres subj mp 2nd sgἀποκτείνῃ , ἀποκτείνωkillpres ind mp 2nd sgἀποκτείνῃ , ἀποκτείνωkillpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.